φωτογονία

φωτογονία
η, ΝΑ [φωτογόνος]
παραγωγή φωτός
νεοελλ.
1. φωτογένεια
2. φωσφορισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτογονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογονία ή στον φωτογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν τού Ε. Legrand] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”